μαρμαροκονία

μαρμαροκονία
η (Α μαρμαροκονία)
κονίαμα από ασβέστη ή από λεπτή μαρμαρόσκονη το οποίο χρησιμοποιείται για επίχριση τών τοίχων, ώστε να αποκτούν λεία επιφάνεια και στιλπνότητα σαν τού μαρμάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κόνις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαρμαροκονία — η κονίαμα από ασβέστη και τριμμένο μάρμαρο που χρησιμοποιείται ως επίχρισμα τοίχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροκονίαμα — το η μαρμαροκονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κονίαμα (< κονιῶ < κόνις)] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Λαφριαίον — Ονομασία κατά την αρχαιότητα λόφου που βρισκόταν κοντά στην πόλη της Καλυδώνας. Επάνω στον λόφο αυτόν βρισκόταν το ιερό της Λαφρίας Αρτέμιδος. Το δυτικό μέρος του προστατευόταν από αναλημματικό τοίχο ύψους 9 μ. και μήκους 29 μ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”